Βεγγάλη

Βεγγάλη
Ιστορικογεωγραφική περιοχή (200.575 τ. χλμ.) της νότιας Ασίας, διαιρεμένη πολιτικά μεταξύ της Ινδικής Ένωσης (ανατολική Ινδία) και του Μπαγκλαντές. Καταλαμβάνει το κάτω λεκανοπέδιο και το δέλτα που σχηματίζουν ο Γάγγης και ο Βραχμαπούτρα. Το έδαφος, σχεδόν παντού πεδινό, είναι χαμηλό και βαλτώδες στην παράκτια λωρίδα και συχνά κατακλύζεται από τη θάλασσα. Ο πληθυσμός είναι συγκεντρωμένος κατά το μεγαλύτερο μέρος σε μεγάλα χωριά, χτισμένα κοντά στα ποτάμια και ασχολείται γενικά με την πατροπαράδοτη γεωργία, καλλιεργώντας ρύζι, γιούτα, τσάι, ζαχαροκάλαμο. Το δυτικό τμήμα της Β. αποτελεί ομόσπονδο κράτος της Ινδικής Ένωσης (βλ. λ. Βεγγάλη, Δυτική), ενώ το ανατολικό αποτελεί το Μπαγκλαντές (βλ. λ.). Κόλπος της Β. Κόλπος του Ινδικού ωκεανού, που βρίσκεται μεταξύ της Ινδικής χερσονήσου στα Δ και της Ινδοκινεζικής στα Α. Ο κόλπος έχει επιφάνεια που πλησιάζει την επιφάνεια της Μεσογείου και το μεγαλύτερο πλάτος του είναι στην είσοδο, δηλαδή μεταξύ του ακρωτηρίου Κομόριν (νότια άκρη της Ινδίας) και της βόρειας άκρης της νήσου Σουμάτρα. Τα μεγαλύτερα από τα νησιά του είναι η Κεϋλάνη, τα Ανταμάν και Νικομπάρ. Πολλοί ποταμοί εκβάλλουν σε αυτόν: στα Β ο Γάγγης-Βραχμαπούτρα, στα Α ο Κρίσνα, ο Μαχανάντι και ο Γκοντάβαρι που συγκεντρώνουν τα ύδατα του υψιπέδου του Ντεκάν (Ινδία), ο Ιραουάντι και ο Σαλουίν στη Βιρμανία. Από τα κυριότερα λιμάνια που βρίσκονται στις ακτές του κόλπου της Β. είναι το Μαδράς και το Τσιταγκόνγκ. βεγγαλική γλώσσα. Η σημαντικότερη γλώσσα της ομάδας των ινδοαριανών ανατολικών γλωσσών. Κατάγεται από την παλιά ινδοαριανή. Υπάρχουν πολλές διάλεκτοι της γλώσσας αυτής. Η σύγχρονη βεγγαλική είναι εκείνη που χρησιμοποιούν οι μορφωμένες τάξεις και σε αυτή βασίζεται και η βεγγαλική λογοτεχνία. Υφαντές ψαθών στην περιοχή της Βεγγάλης (φωτ. Sef). Το λιμάνι της Καλκούτας, πρωτεύουσας της Δυτικής Βεγγάλης (φωτ. Igda).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Βεγγάλη, Δυτική — Ομόσπονδο κράτος (88.752 τ. χλμ., 80.221.171 κάτ. το 2001) της Ινδικής Ένωσης, με πρωτεύουσα την Καλκούτα. Στα Β φτάνει έως τα τελευταία αντερείσματα των Ιμαλαΐων, στα σύνορα με το Νεπάλ, το Σικίμ και το Μπουτάν, στα Ν βρέχεται από τον κόλπο της… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • βεγγαλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Βεγγάλη της Ινδίας 2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) βεγγαλικά, τα χημικά μίγματα που αναφλέγονται και παράγουν πολύχρωμες λαμπρές φλόγες, πυροτεχνήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βεγγάλη, η ονομασία της ινδικής πόλης. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • πόλο — Ιππικό άθλημα, διαδεδομένο από πολύ παλαιά σε όλη σχεδόν την ασιατική ήπειρο. Ο όρος είναι παραφθορά της θιβετικής λέξης πούλου, που σημαίνει μπάλα. Πρώτοι έμαθαν το παιγνίδι Άγγλοι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στη Βεγγάλη το 1855 και το 1869 το… …   Dictionary of Greek

  • Άκμπαρ — (Ουμαρκότ 1542 – Άγκρα 1605).Ο επιφανέστερος αυτοκράτορας της μογγολικής δυναστείας στην Ινδία. Έμεινε γνωστός ως ο κατεξοχήν Μέγας Μογγόλος (το όνομά του σημαίνει μέγας). Απόγονος του Ταμερλάνου και του Μπαμπέρ, ανέβηκε στον θρόνο 14 ετών και… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Ατίσα — (περ. 980 – 1052). Ινδός θεολόγος και μοναχός. Γεννήθηκε στη Βεγγάλη, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ανήκε σε οικογένεια ευγενών και μυήθηκε από μικρός στον βουδισμό, τον οποίο υπηρέτησε με πίστη και αφοσίωση. Το 1040 ηγήθηκε ιερατικής… …   Dictionary of Greek

  • γκέκο — (gecko).Κοινή ονομασία ειδών σαύρας, που ανήκουν στην οικογένεια των γκεκονιδών. Οι γ. είναι χερσόβια ερπετά με κεφαλή, κορμό και επιμήκη ουρά. Η κοιλιά τους καλύπτεται από φολίδες, ενώ η ράχη παρουσιάζει κεράτινα φυμάτια, μεταξύ των οποίων… …   Dictionary of Greek

  • Γκόζε, Σρι Αουρομπίντο — (Sri Aurobindo Gose, Βεγγάλη 1872 – Ποντισερί, Μαδράς 1950). Ινδός φιλόσοφος. Αφού σπούδασε στην Αγγλία, όπου ήρθε σε επαφή με την ευρωπαϊκή σκέψη, γύρισε στην πατρίδα του, όπου καταδιώχθηκε λόγω της δράσης του για την εθνική απελευθέρωση της… …   Dictionary of Greek

  • καρνεόλιος — Ημιπολύτιμος λίθος, μία από τις παραλλαγές του χαλκηδόνιου, που ανήκει στις ινώδεις κρυπτοκρυσταλλικές παραλλαγές του χαλαζία. Η ονομασία του προήλθε από το λατινικό carneus, που σημαίνει σαρκώδης. Ο κ. αποτελείται από χαλαζία και οπάλιο, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”